Παραστάτην, τὸν
Ερμηνεία:
(ο παραστάτης, του παραστάτου) [το κάθετο ξύλινο δοκάρι της "κάσσας", στην οποία στηρίζεται μια πόρτα]
Ετυμολογία:
[< (Αρχ.) παραστάς, της παραστάδος < παρίσταμαι < παρά + ίσταμαι]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
[(Συν.) η παραστάδα]
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|